Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ- ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΚΟΥΒΑΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ




tΡΊΤΗ, 23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΊΟΥ 2010


ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΑΝ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΚΡΥΦΤΗΚΑΝ ΣΤΑ ΔΑΣΗ- ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΩΝ. ΓΚΟΥΒΑΝΗ



Γκουβάνης Κωνσταντίνος του Νικ. 25-2-2007






 N.T. Είχα ενημερώσει λίγες μέρες πιο μπροστά τον Κώστα για να μου πει λίγα λόγια από τα περασμένα χρόνια και για την οικογένειά του, καταγωγή συγγένεια και άλλα. Βρέθηκα στο σπίτι του που βρίσκεται μεταξύ Γιδαριάς και Γκορτσιάς. Λίγα μέτρα πιο κάτω ήταν το σπίτι όπου γεννήθηκε, του Αναγνώστη Συράκη, που αυτό το επίθετο δεν υπάρχει τώρα στο χωριό μας.

Ν.Τ. Θέλω να μου πεις για τους γονείς σου, παππού σου, τον προπάππο σου και γενικά ιστορίες.
Κώστας: Δεν έχουν καμιά ουσία αυτά, τι τα θες; είναι άλλοι αρμόδιοι γι’ αυτά, που έχουν συμφέροντα και τα μεταδίδουν αλλού, τώρα για μας εδώ αναμεταξύ μας δεν φέρνει ουσία, πρέπει να πέσουμε σε θέματα για να σκεφτεί ο άνθρωπος.
Η μάνα μου, η Φώτω, ήταν μοναχοκόρη, γεννήθηκε εδώ και το σπίτι είναι λίγο πιο κάτω από το δικό μου, λέγονταν Συράκη. Αναγνώστη Συράκη έλεγαν τον παππού μου. Ο πατέρας μου ήρθε σώγαμπρος εδώ.
Τον πατέρα μου τον έλεγαν Νίκο και του Γιάννη Συραγού (Στεφανούλη) η γυναίκα ήταν αδερφή του πατέρα μου, και ο άλλος αδερφός ο Γιώργος που έμεινε εκεί στην πλατεία, στα Γκουβανέϊκα. Τι σε ωφελούν αυτά και τα μαγνητοφωνάς;
Ν.Τ.: Για να τα γνωρίζουμε εμείς και οι νεότεροι.
Κώστας: Οι Γκουβαναί ήρθαν απ την Γκούβα, δεν ξέρω που είναι.
Τον παπού μου τον έλεγαν Γιάννη. Οι Γκουβαναί έμειναν στον Αϊνικόλα εκεί που είναι τώρα οι άλλοι.
Ένα είναι η ζωή, από τότε που ξεκίνησα και γνώρισα την ζωή…   αγώνας που δεν περιγράφεται, ταλαιπωρία, φόνοι, πόλεμοι, οχτώ (8) χρόνια με το όπλο στον ώμο.
Εμείς οι Γκουβαναί πιστεύουμε μια παράδοση που είχαμε, μεγάλωσα στον Θεολόγο. Γεννήθηκα το 1921, τον πατέρα μου τον έλεγαν Νίκο και δεν το είπαμε το παιδί Νίκο γιατί είχαμε υποχρέωση στον παππού τον Αγιαντώνη στην Αγιά.
Η γυναίκα μου είπε να βαφτίσουμε το παιδί στον Αγιαντώνη και να το πούμε και στο όνομά του, Αντώνη.


Κώστας: Στον πόλεμο της Αλβανίας δεν πήγα, πήγα στον Γερμανό μετά. Με τους Ιταλούς εμείς ήμασταν στο μοναστήρι. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί στο χωριό, εμείς επιασάμε τα βουνά. Εγώ πήγα στο Κομμένο Αυλάκι, ήταν όλη η Αθανάτη εκεί και αντάρτες κάργα. Ήρθαν οι αντάρτες στο χωριό και μας είπαν να φύγουμε και κουβαλήσαμε τα πράγματα στην Άλχωρα. Φτάνει ο Θανάσης Γκαλιάκης στην Άλχωρα και λέει να φύγουμε και πήγαμε στο Κομμένο Αυλάκι που είχε ανταρτιά κάργα. Ήταν ο Μήτσιος Δουβώρης, ο Γιώργος Βριάβας, ο Γιάννης Γαγάτσιος, ο Χατζής του Γιάννη Χατζή ο πατέρας  και άλλοι με όπλα. Εμένα με κρέμασαν εκεί. Πήγαμε στο κομμένο αυλάκι με την μάνα μου, τον αδερφό μου Γιάννη που ήταν αρραβωνιασμένος στου Γκαλιάκη, ήταν ακόμα ο Γκαλιάκης, η Ζωγούλα με τα κορίτσια και το πρωί πήγαμε απ’ την Άλχωρα εκεί. Ο Γιάννης ο αδερφός μου λέει:
Θα πας πίσω στα Πελεκούδια, στους Παππούδες, στο ρέμα να δεις αν η σπηλιά είναι άδεια να πάμε εκεί.
Πήγα πέρα στην περιστεριά στα Πελεκούδια, όπου εκεί ήταν γεμάτο με Νιβολιανίτες, γύρ’σα πίσω περνώ εδώ στα Πελεκούδια στο μπαϊρ, με μαγκώνει ο σκοπός, με ρίχνει καναδύο παταριές, με δένει, βρε έτσι κι έτσι του λέω,  τίποτα λέει αυτός. Με παίρνει από κει και με πάει πιο πάνω στο λαιμό που φεύγει ένας δρόμος για το Χορό. Εκεί ήταν 4 αρματωμένοι, δήθεν ότι ήταν υπεύθυνοι καπεταναραίοι. Έδωσε κατάθεση ο σκοπός ότι πάαινα στους Γερμανούς. Βρε παιδιά, λέω, έτσι κι έτσι, να δω αν η σπηλιά ήταν άδεια ήθελα. Διατάζει ένα κάθαρμα από κείνα:
Δέστε τον στην οξιά όρθιον.
Με πάτησαν ένα δέσιμο στην οξιά και νερό ντιπ και να φωνάζω βοήθεια. Περνά ο Χατζής ……  , ο πατέρας του Γιάννη, βρε, λέω, φωνάξτε κάποιον να ρθει εδώ, είχε και αυτός όπλο. Εκεί που με είχαν δεμένο ήταν ο Βριάβας Γιώργος και ο ψηλός Γαγάτσιος Γιάννης. Είχαν τέσσερις κρατούμενους: έναν παπά και τρεις άλλους. Τους είχαν εκεί, τον παππά τον έψησαν ζωντανό στην φωτιά, ούτεκεί μπροστά σε μένα. Ήταν εκεί, και τους έβλεπα, καλά, που τους έσφαζαν. Η μάνα μου και ο πατέρας μου ήταν στο Κομμένο Αυλάκι.


ΒΡΙΑΒΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Η φωτογραφία είναι από το βιβλίο του Γ. Ευθυμιάδη: "Η ΑΘΑΝΑΤΗ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ"
Εγώ φώναζα, τσιάρζα. Όπως ήταν η οξιά, εκεί μπροστά μου περνούσε το νερό, πάαινε κατ’ στο Κομμένο Αυλάκι. Εκεί ήταν μια μπάρα βαθιά και τους έβαναν στην πέτρα: «πες τι έχεις να πεις, έλεγαν»
Βρε παιδιά δεν έχω τίποτα να πω, και έσκουζαν, τσιάρζαν και με την κάμα (κοφτερή λεπίδα), σουγλούντα γραπ- γραπ- γράπ, εγώ τους έβλεπα.
Ν.Τ. Με τί;
Κώστας: Με τα μαχαίρια και τους έσπρωχναν κατ’ στην μπάρα, ήταν άλλοι 4-5 εκεί στην μπάρα, πιο πάνω απ’ το Κομμένο ήταν η πέτρα αυτή, εκεί τους μάζευαν όλους. Και τους  τρεις τους σκότωσαν και από κει απ’ την πέτρα, παν’ κατ’ στην μπάρα, και εκεί άλλοι με τα ξύλα τους αποτελειώναν. Άναψαν φωτιά ούτε εκεί μπροστά μου, και τον έκαψαν ζωντανό τον παπά. Ο Γαγάτσιος από κει, ο Βριάβας από δω και άλλος από κει και άλλος από δω. Πες, είπαν τον παπά, τι έχεις να πεις. Αφήστεμε ρε παιδιά, δεν έχω να πω τίποτα να πω μια προσευχή θέλω. Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο Θανάσης Γκαλιάκης και μ’ έσωσε. Στην κουβέντα με τον Θανάση, αυτοί πρόλαβαν τον έσπρωξαν μέσα, πήραν τα ράσα φωτιά και τον είδε και ο Θανάσης και τον άκουσε που είπε προσευχή, την λέγαμε τώρα κοντά. Ήσουν τυχερός μου λέει ήρθε η σειρά σου κοντά απ’ τον παπά…. γλίτωσα από τρίχα. Τον παπά τον έψησαν και πήρε και το κρέας φωτιά και όπως είναι ο πόντικας, δεν πεθαίνεις ένα κι ένα. Τον τράβηξε ο Βριάβας απ’ το ποδάρι και ήταν μια χαράδρα εκεί, τον έριξαν μέσα και λίγο χώμα από παν’. Ήταν (κατάγονταν) απ’ τα Κισιρλιά, κάπου εκεί.
Ήρθε ο Θανάσης Γκαλιάκης οπλισμένος συστηματικά. Ο Θανάσης τους ήξερε αυτούς. Θανατώστε εμένα, έλεγε ο Θανάσης, εγώ το ’στειλα το παιδί, είναι όλη η οικογένεια εδώ κάτω και το στείλαμε να δει την περιστεριά, να πααίν’ οι γ’ναίκες, έλεγε τους καπεταναραίους. Φύγε, φύγε Γκαλιάκη. Σκοτώστε εμένα, έλεγε πάλι ο Γκαλιάκης, έκανε θηρίο σαματά, μετά από λίγο ήρθε ένας άλλος εκεί και λέει: Ξεδέστετο το παιδί, απωλνάτετο, εκείνος ήταν αρματωμένος καλά. Εγώ ήμουν μισοπεθαμένος, χαμένα υποκείμενα ήταν και τα περισσότερα (πρόσωπα) ήταν θανατιώτικα εκεί. Αφού έφτασαν τα κορίτσια και η μάναμ’ και με ξέδεσαν αυτοί, απολνάτε τον είπε ο αξιωματικός. Δεν πίστευαν ούτε τον Θανάση, ήρθαν και τα κορίτσια. Εγώ, μόλις με ξέδεσαν, μαζώθκα σωρός, είχα απ’ τις 9-10 το πρωί και βασίλεμα ηλίου με ξέδεσαν, όλη μέρα μ’ είχαν εκεί.
Από εκεί κόφτω κάτ’ μποσλούντα και γκουργκουλιούντα αν και δεν μπορούσα, και μαχαιριά αν μ’ έδωνες αίμα δεν έβγαινε, από κει κατ’, κοντά η μάναμ’ στο Κομμένο μέσα στις Οξιές, στ’Κόκκα, στα Μπουρντιένια, στο Αγλαμπούδι από κει πέρα για να πάω στον Γκούντζιμπο. Στον Γκούτζιμπο είχε τα πρόβατα ο πατέρας μου με τον Βασίλη, τον αδερφό μου.
Εκεί πάνω ήταν ο Χατζής, Βριάβας, Γαγάτσιος, αυτούς τους τρεις θ’μούμαι. Κατ’ στου Κουμμένου ήταν ο Μήτσιος ο Ντάϊρας, Γκαλιάκης Αθ. Μπορεί να ήταν 150 αντάρτες, δεν ήταν όλοι οπλισμένοι.
Είμαι 86 χρονού πάω προς το 87  σχόλασαν ούλα,  (Ν.Τ. Τα λέει αυτά γιατί τώρα πέρασαν και τα χρόνια του, και δεν φοβάται μην τον κατηγορήσουν που είπε την αλήθεια). Από κει γκοργκουλούντα και κοντά η μάνα η σχωρεμένη, σιγά σιγά μ’ έλεγε, φτάνουμε στα Μπουρντιένια, α, αντάρτες λέω κατ’ στ’ Αγλαμπούδι.  Από την Παλιουριά  ο κόσμος βγήκε στα Μπουρντιένια, δεν ήξερε που να πααίνει, στ’ Μπουζιάρπέρασα, Σκάλα Παναϊά, Τσιτσιγιώρ’, όπου εκεί έβαλαν οι Γερμανοί απ’ την Μπάρα μια ριπή.  Α, μας είδαν, λέω, αντάρτες είναι, μη φοβάσαι μ’ έλεγε η μάναμ’, ήμουν έτοιμος να τρυπώσω να φύγω, πάμε στου Παπαπαναγιώτη, εκεί ήταν ο πατέρας μου, μόλις τον βλέπου, να λέω αντάρτης είναι. Γυρνώ πίσω, παράτησα και την μάνα μου από μακριά τον είδα. Δεν γνωρίζομουν, από τρίχα δεν παλάβωσα, ώρες πολλές δεμένος. Πίσω στ’ Τσιτσιγιώρ’ έβαλαν κάτι ριπές από κατ’, μ’ είδαν λέω, ανέβηκα σ’ ένα άρειο τουφωτό, έβαλαν ριπές, μ’ είδαν λέω πάλι, πάαινε το μυαλό εκεί, σαλτώ απ’ το άρειο κατ’, πήγα και βρήκα μια κ’φάλα και τρύπωσα εκεί τρεις μέρες, εκεί ησυχία, πήγα προς το μέρος που ήταν τα πρόβατα και ησύχασα κάπως.


Ν.Τ.: Αυτή είναι μια ιστορία από τις πολλές, όλες θα γραφούν, είναι αληθινές, ύστερα δεν είχε και κανένα λόγο να πει ψέματα.
Εκεί που καθόμασταν, παρατήρησα από νωρίς να έχει κολλημένες φωτογραφίες σε μια ντουλάπα και στο τέλος μαζί πήγαμε κοντά να τις δούμε. Έγραφε κάτω από μια φωτογραφία του γιού του, Αντώνη και των εγγονών του:
«Είμαι περήφανος που έχω τέτοιο παιδί και ευτυχισμένος σαν πατέρας που έκανε τέτοιο βήμα μέσα στην Νέα Υόρκη. Σας εύχομαι ο θεός μαζί σας να είστε καλά υγεία και αγάπη».
Ν.Τ. Συγχαρητήρια γι’ αυτά που έγραψες στην ντουλάπα, που είναι ανώτερα απ’ όλα αυτά που είπες.

   Ο Αντώνης Γκουβάνης βρίσκεται στην Αμερική, έχει επιχείρηση και βρίσκεται πολύ καλά, κάθε χρόνο επισκέπτεται το χωριό μας που το υπεραγαπά, μαζί του έρχεται και όλη η οικογένειά του. Ο γιος του Νίκος είναι στο facebook, και μπορείτε όλοι οι χωριανοί να τον κάνετε φίλο, είναι καλό παιδί.
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΜΠΟΡΕΙΤΑΙ ΝΑ ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ BLOG melivoia. Έχει: ΙΣΤΟΡΙΕΣ , ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ και  ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ.