Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

ΧΑΡΑΤΣΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΤΟΥ ΜΙΛΤΙΑΔΗ

ΣΤΟΝ ΆΙ ΝΙΚΟΛΑ ΤΟ ΦΟΝΙΑ

ΟΙ ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΕΣ:
Από αριστερά: Μασούρας Ρίζος, Χαρατσής Βασίλης, Μπάκαβος Ηλίας, Ράπτης Απόστολος.
Φωτογραφία: Οδ. Τσιντσιράκου.
ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ

Ν.Τ. Ο Δημοκρατικός στρατός ή αντάρτες όπως λέγονταν χτύπησαν την Αγιά το βράδυ της 14ης και 15ης Σεπτέμβρη του 1948.
Βασίλης Χαρατσής 13-1- 07. Όταν χτυπούσαμε την Αγιά ήμουν στον Άι Νικόλα το Φονιά. Κατεβήκαμε απ’ τον Καπρίτσιο στον Πρόδρομο της Σελίτσιανης και κόψαμε ελάτια για θέσεις. Στο Γκεντίκι ήταν ένας λόχος του Αβέρωφ. Κίνησαν τα τανκς και ήταν όπως τα γελάδια, μαύρισε ο τόπος. Ο Αϊ Νικόλας ο Φονιάς στην στροφή που ήταν το αναβρυκό ήταν παγιδευμένος και μόλις έπεσε η πρώτη τουφεκιά στην Αγιά οι μπουρλοτιέριδες ανατίναξαν τον δρόμο, αυτοί ήταν εκεί μέσα στις σπηλιές που είναι τα κοτρόνια. Ήρθαν τα τανκς στη Μαγούλα στην Ντζιούκσιαν, έκαναν προσπάθειες να περάσουν και μεις παν’ απ’ το καραούλ’ ρίχναμε από καμιά, μήπως είχαμε τις πολλές σφαίρες; Πίσω απ’ την μαγούλα ήταν φαντάροι, οι άλλοι ήταν στο Καραλάρ. Πέρασαν τα τανκς μέσα στα βαρκά και τα βούρλα του Σωτηρίου, πήγαν από Ντουγάν’ και έφτασαν στην Αγιά. Εμείς ήμασταν μέσα στα κοτρόνια ταμπουρωμένοι. Αυτοί του μηχανικού που ανατίναξαν το πέρασμα σκοτώθηκαν όλοι, τους πήρε χαμπάρι το αεροπλάνο, έφερε μια στροφή και με το μυδράλιο τους σκότωσε όλους. Εμείς που ήμασταν μια ομάδα με ένα οπλοπολυβόλο Μπρεντ σκοτώθηκε ένα παιδί μελαχρινό απ’ τον Πλαταμώνα, Λεωνίδα το έλεγαν. Τελευταίος έφυγα, να πάω προς τα κάτω στο στρατό, δεν ήθελα, λέω τον Λεωνίδα: Φεύγα εσύ και μετά 50 μέτρα εγώ, να βγούμε στον αυχένα και πίσω από 'κει είναι ένα κοντολάκι. Τα αεροπλάνα πετούσαν από πάνω μας. Ο Σπύρος ο Πενήντας ήταν πάνω στην Αγιά με τον Ντιντίνο τον Βασίλη, ήταν μάχιμοι. Κάνω τελευταίος προς τα πάνω, τα πολυβόλα έριχναν συνέχεια, έσκαβαν τον τόπο και να περνούν οι σφαίρες δίπλα μου, ένα θαύμα ήταν, τότε είπα ότι υπάρχει Θεός. Τσιακ δίπλα απ’ τα πόδια μου τσιακ μπροστά απ' την μύτη και τα χώματα να πέφτουν πάνω μου, καμιά φορά κατάλαβα ότι πρόκειται να με καθαρίσουν, ήθελα κάνα δύο μέτρα ακόμα να φτάσω στην κορυφογραμμή και να βγω πίσω για να με πιάσει το απυρόβλητο. Κάθομαι ούτε εκεί μπρούμυτα, έριχναν συνέχεια αλλά καμιά δεν με τσίμπησε, νόμιζαν ότι σκοτώθηκα. Ήταν μέρα και σταμάτησαν να ρίχνουν, παίρνω κάτι ανάσες όπως κάνει ο λαγός στην πατλιά, είχα και το αυτόματο του Λεωνίδα που πιο κάτω ήταν σκοτωμένος, στηρίχτηκα καλά στις μύτες του ποδιού μου που ήταν όλο πέτρες και αμέσως σηκώθηκα και πέρασα την κορυφογραμμή και οι απέναντι μου έριχναν χωρίς να με πάρει καμιά σφαίρα. Βγήκα στο κοντολάκι και τότε δεν είχα καθόλου ανάγκη. Φθάνει ένα αεροπλάνο εκεί και έφερνε γύρα, τρύπωσα σε μια πουρναριά και δεν με είδε καθόλου έφυγε για Λάρισα. Απ’ το κοντολάκι που βγαίνει στο Βαθύρεμα, πάνω εκεί ήταν η πρώτη έδρα της διοίκησης, στο Μπρούσκο, από κει Σελίτσιανη, Νιβόλιανη Αγιανάργυροι Νιβόλιανης, όπου εκεί ήταν ο Φεραίος, ενώ η διοίκηση του Μπαντέκου ήταν στο Κουπελί και κατεύθυνε τις επιχειρήσεις.
   Εκεί πάνω έφεραν τον Μήτσιο Ρήγα σ'ν Αγιανάργυροι στην Νιβόλιαν' και με λέει ο Θωμάς, του Πρασά ο γαμπρός: "Έμαθες έπιασαν και τον Τομαρά εψές", γιατί τον Μήτσιο Ρήγα τον έλεγαν Τομαρά που ήταν στο στρατό, τους έφυγε από κει και τον έπιασαν.
Όπου να’ ναι τον φέρνουν. Τον έφεραν μόνο του εκεί και ζήτηξε το όνομα το δικό μου ο Μήτσιος. Πήγα στον Φεραίο τον ταξίαρχο που είχε μέσα στη σκηνή του και τον Μήτσιο. Να ο φίλος σου, μου λέει ο Φεραίος, γιατί ο Μήτσιος του είπε: «Έμαθα ότι εδώ είναι ο Χαρατσής και θέλησα να έρθω εδώ γιατί τρανέψαμε μαζί.» Αγκαλιαζόμαστε εκεί όπως έκανε η Τσακνάκαινα με την Αριστέα στον Βαθύρεμα. Μου λέει ο Φεραίος:
  - Τι καπνό φουμάρει;
  - Καλός είναι... για μένα ήρθε εδώ.... ήμασταν φίλοι... είναι λίγο ζωηρός.
   - Αναλαμβάνεις γι αυτόν;
  - Τι να αναλάβω; Άμα με φύγει; Σου λέω ότι είναι καλός. Μπροστά ήταν και ο Μήτσιος.
  - Θα πιστέψω, ακούς τι λέει ο πατριώτης σου;
  Τον δώσαμε φαΐ και το πρωί τον πήραν και τον έστειλαν στο λόχο του Αβέρωφ. Εμείς ήμασταν έξι στον λόχο του Φεραίου που ήταν λόχος πληροφοριών. Από τότε δεν τον ξανα είδα.
   Ο Λόχος του Αβέρωφ έμεινε εδώ, Κίσαβο και Όλυμπο. Εκεί στον Όλυμπο πήγαν στο Κοκκινοπλό, έρχεται προς κει στρατός και ήρθαν προς τα δω προς την Πουλιάνα, Καρυά, εκεί ο στρατός είχε ενέδρα πάνω από τον Σπαρμό το μοναστήρι, εκεί τον σκότωσαν το Μήτσο Ρήγα. Μ’ έδωσε ο Φεραίος έναν απ’ την Καρίτσα να περάσουμε το Τσιάζ, το Λασποχώρι και να πάμε πίσω στο ποτάμι να ελέγξουμε το ποτάμι τι νερό έχει για να περάσει το βράδυ η Φάλαγγα. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε άλλο στην Αγιά.
ΕΔΩ ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΡΙΖΟΥ ΛΕΓΟΝΤΑΙ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.  ΣΕ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΘΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΤΑ ΒΙΝΤΕΟ. Από αριστερά: Χαρατσής Βασίλειος. Μπάκαβος Ηλίας, Ράπτης Απόστολος. Φωτογραφία: Οδ. Τσιντσιράκου.

  Στο ποτάμι περάσαμε και ξαναγυρίσαμε με ένα γόνα νερό και πέρασε η εμπροσθοφυλακή δίπλα απ’ τον Πυργετό, πάνω έριξαν κάτι ριπές, αλλά δεν μπορούσε να κινηθεί στρατός γιατί ήταν μεγάλη φάλαγγα. Μόλις περάσαμε το Ποτάμι πήγαμε στον Όλυμπο και το άλλο βράδυ δίπλα από την Ελασσόνα στα Αντιχάσια.
Όλα τα μάχιμα αντάρτικα τμήματα της Αγιάς, ήταν πάνω από δυο χιλιάδες (2.000) άτομα. Αυτούς που έπιασαν οι αντάρτες στην μάχη της Αγιάς, όπως άκουσα, τους σκότωσαν στη Σκήτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου