Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ


Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ Ή Δ.Σ.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
  Γι' αυτή την επιστράτευση έχουν μιλήσει οι:
1)  Μπαλογιάννης Γιάννης.
2)  Γιάγκος Αθανάσιος
3) Μπάτσικας Χρήστος
4) Διδίνος Νικόλαος
5) Μασούρας Ρίζος.
   Στόχος όλων αυτών που θα γραφούν, είναι για να ζήσει ο καθένας σε εκείνη την εποχή, να τη συγκρίνει με τη σημερινή και να βγάλει τα συμπεράσματά του.

   Διδίνος Νικόλαος 13-1-07 σελ. 708-717: Εμένα με πήραν οι αντάρτες απ’ τους πρώτους και τους έφυγα, μαζί με τον μακαρίτη τον Γιώργο Λουκανίκα, και μας έπιασαν.

Λουκανίκας Γεώργιος
............................................
   Ο Βόγιας απ’ την Καρίτσα ήταν στο αρχηγείο Μαυροβουνίου και Κισσάβου, μας πήγαν το βράδυ εκεί μαζί με τον Λουκανίκα. Αυτός είχε μια καλύβα και είχαν σ'κώτια κι αρνιά κι έτρωγαν και μεις έκοβε λόρδα, μας έβαλαν και φάγαμε αλλά αν είναι να γλιτώσει ο άνθρωπος.. λέει ο Βόγιας:     Διδίνος Νικόλαος
    - Πούθε είστε εσείς;
    - Απ’ τ’ Θανάτ’, λέει ο Λούκας.
   - Τον Μπάρμπαγιάννη τον Κανδυλάρη (Κανονισμό) τον γνωρίζεις;
   -Τον έχω πεθερό, λέει ο Λούκας. Ο Βόγιας πήγαινε στο σχολαρχείο στην Αγιά και από κει τον γνώριζε.
   - Εσύ πώς λέγεσαι;
   - Διδίνος, λέω. Τότε στην Αγιά ήταν ο μπάρμπας μου ο Κώστας, που ήταν άρρωστος και λέει:
   - Τον Κώστα τον Διδίνο τί τον έχεις;
   - Μπάρμπα, λέω:
   - Κι ύστερα θέλατε να πάτε στους φασίστες; Εν τω μεταξύ οι άλλοι περίμεναν εκεί να μας τφυκίσ’ν, ωρέ με τα μαχαίρια ήταν έτοιμοι και μας γλίτωσε αυτός.
   Περνούσαμε τον Αχελώο, εκεί ήταν ο Χαρίλαος Φλωράκης ή Καπετάν Γιώτης. Είχαν πάρει δυο διμοιρίες κορίτσια από τον Αλμυρό, εξήντα ως εβδομήντα (60-70) κορίτσια. Ρίξαμε τριχιά εκεί και τα κορίτσια τα έπαιρνε όπως παίρνει τις σακούλες το ποτάμι, γιατί από το φόβο ξεπιάνονταν. Εκεί πνίγηκαν περίπου οχτώ κορίτσια. Το βράδυ του Αγινκόλα χιόνιζε και εκεί φτιάξαμε κουρκούτ, με τον Τηλέμαχο Ζιάκα και τον Κώτσιο Λέτσιο. Εφκιασάμε κουρκούτ με καλαμκίσιο αλεύρι και ήρθαν τα κουρτσούλια, τα καημένα, με τα φουστανούλια, εμείς ανάψαμε φωτιά και λέει ένα κορίτσι: «Συναγωνισταί να ρθω και γω λίγο στην φωτιά, θα πεθάνω δεν ζω» 15-16 χρονών. Το πρωί κινήσαμε και λέει μια κοπέλα: «Ε, Θεμ! δεν θυμήθηκα ούτε απ’ τον πατέρα ούτε απ’ τον παππού μου να παίρνουν τα κορίτσια οι αντάρτες και να τα φτιάχνουν στρατιώτες, δεν μπορώ να πάω πουθενά». Πάει αυτή, τη ξεφλούδισαν ουδεκεί, λίγο παρέκια, την έφαγε το μαύρο σκοτάδι. Μετά από κάμποσες μέρες, φύγαμε, αφού περάσαμε τον Αχελώο, ο Κώστας Λέτσιος, Τηλέμαχος Ζιάκας, Μπάτσικας Αντώνιος ή Μαγγλάρας και ένας Τερέκας απ’ τον Αλμυρό που έφυγε απ’ το στρατό και πήγε αντάρτης χουζούρια πέρασε κι αυτός. Ο Λέτσιος έκανε στον πόλεμο της Αλβανίας, ήταν έξυπνος άνθρωπος. Χιόνιζε, μας παράχωσε το χιόνι. Σε ’να χωριό οι ΜΑΥδες είχαν ενέδρα. Είχαμε ένα μαχαίρι μαζί μας, όπλα δεν είχαμε. Βρήκαμε ένα φρουρό και άρχισε να φωνάζει: Αντάρτες! Αντάρτες! Μη προχωρείτε… στον Κλινοβό της Καλαμπάκας ήμασταν. Θα τα σκοτώσουμε, έλεγαν οι ΜΑΥδες, μας ξενύχτησαν. Ο ανθυπολοχαγός που βρήκαμε εκεί, έκανε στο χωριό μας με την Ταξιαρχία του Ρίμινι. Εδώ στης Ασπασίας το περίπτερο στον Αϊ Νικόλα είχε μια μουριά και ο Κώστας έσφαζε, τότε, ήταν Χασάπης.
   - Με θυμάσαι εμένα; λέει ο ανθυπολοχαγός στον Κώστα. Εσύ ήσουν στην μουριά που έσφαζες. Ψείρα κάργα είχαμε. Θέλω να μου πείτε από πού και πως ήσαστε παρμένοι και που πήγαν οι άλλοι αντάρτες. Εμείς τα είπαμε από νερό και άλας όλα.
   - Υπογράφετε; μας λέει.
   - Ναι υπογράφουμε, με τα δύο τα χέρια. Πεινάμε, λέει ο Λέτσιος. Μας έφεραν φαγητό οι ΜΑΥδες, άλλοι φώναζαν, άλλοι έβριζαν, άλλοι να μας σκοτώσουν, εκεί μέσα στο γραφείο τρώγαμε σαν λιμασμένοι.
   - Πάρτε τους το ψωμί, μην τους αφήνετε να φάνε άλλο, λέει ο ανθυπολοχαγός στον δεκανέα.
   - Δεν χορτάσαμε κύριε ανθυπολοχαγέ, λέει ο Λέτσιος, πεινάμε.
   - Θα σας κάνει κακό, το πήρα για το καλό σας, θα το κρατήσω εδώ και όταν φύγετε θα σας το δώσω να το φάτε, είστε νηστικοί και θα στομαχιάσετε.
   Μας πέρασαν την γέφυρα στο Μουργκάνι μας πήγαν στην Καλαμπάκα και μας έβαλαν σένα υπόγειο του Αστυνομικού Τμήματος. Έρχεται ένας χωροφύλακας και άλλες φοβέρτες:
   - Θα σας σφάξω ουλ, δεν γλιτώνετε κανένας, είπε.
   - Βρε, δεν είναι έτσι, λέμε. Αγρίλα κακιά αυτός.
   - Εσείς με σκοτώσατε τον πατέρα μου, δεν γλιτώνετε.
   Έμαθε ο Κλεάνθης Μασούρας και ήρθε να μας δει, ήταν στρατιώτης με τον Βασίλη  Μπάτσικα ή Πατσάρα, μας έφερε και ψωμί. Είχαμε και το Γιώργο Μασούρα και τον Ρίζο στην αποστολή. Μας πήγαν στις φυλακές στα Τρίκαλα, εκεί ήταν όλο βαρυποινίτες, οργανωμένοι. «Σας έπιασαν τα σκυλιά», έλεγαν. Την άλλη βραδιά, αφού πήραν πληροφορίες ποιοι ήμασταν μας ξεκλείδωσαν και ήταν ανοιχτό το κελί. Ο Τερέκας, χέστηκε εκεί στο κελί. Οι άλλοι, αφού είδαν ότι είχαμε ανοιχτά τα κελιά, έλεγαν: «Παλιοσκυλιά, είστε φασίστες και σεις». Τότε χτυπιούνταν η Κόνιτσα, πηγαίναμε στους μαυροσκούφηδες και τρώγαμε, βοηθούσαμε εκεί. Μας έλεγε ένας ίλαρχος: "Α, ρε κερατάδες, αν έχετε κανα τυχερό και πάρουν την Κόνιτσα δεν θα ζήσετε κανένας". Ήταν ένας Παπαδόπουλος ταγματάρχης, αυτός βάσταξε την Κόνιτσα, ακούγονταν από κει που ήμασταν. Οκτώβρης ήταν όταν μας πήραν του Αγιοδημητριού. Πήγαμε αγγαρεία με τα μπλάρια και μάσαμε τα φιρίκια του Μήτσιου Γάλλου, μας είχαν στην Πατσιούκα συγκεντρωμένοι.
  Μαζί με Γιώργο Λουκανίκα, τον Τηλέμαχο Ζιάκα τον Κώτσιο Λέτσιο, Μπάτσικα Αντώνιο (Μαγγλάρα), Γιώργο Μασούρα και τον Ρίζο. Μπορεί να ’ταν δυο μέρες νωρίτερα, όταν μας πήραν. Ο επιμελητής ήρθε στο σπίτι μας, ο Νίκος Βαϊνάς που ήταν το γραφείο του στου Φασούλα το σπίτι.




ΠΟΙΟΙ ΗΤΑΝ ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΕΠΙΣΤΡΆΤΕΥΜΕΝΟΙ

    Γιάγκος Αθανάσιος


    Ζιάκας Τηλέμαχος
    Λέτσιος Κωνσταντίνος
    Λουκανίκας Γιώργος
    Μασούρας Γεώργιος
    Μασούρας Ρίζος
    Μπαλογιάννης Ιωάννης
    Μπάτσικας Αντώνιος ή Μαγγλάρας
    Μπάτσικας Χρήστος

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου