Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

ΛΙΡΕΣ ΚΑΙ ΔΟΛΑΡΙΑ- ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΖΑΛΑΒΟΥΡΑΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΙΟΥ

Ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ, Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ

ΣΤ. ΤΣΑΛΑΒΟΥΡΑΣ  17-06-1995 Στην πλατεία Αγίου Νικολάου
ΛΙΡΕΣ – ΔΟΛΑΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ

   Ν.Τ. Αυτή την ηλιόλουστη μέρα καθόμασταν στην Πλατεία περισσότερα από είκοσι άτομα γύρω από το μαγνητόφωνο. Κάθε ένας έλεγε αυτό που ήθελε. Επειδή ήμασταν πολλοί, νομίζω ότι ο κάθε ένας κάτι θα έκρυβε, δεν θα τά ’λεγε από νερό και άλας όλα, ιδίως όταν ήταν για χρήματα από την εποχή του εμφυλίου, γι’ αυτό δεν χρειάζεται να ψάχνετε εκεί που εκατοντάδες κόσμος έχει ψάξει, αλλά μέχρι τώρα τίποτα δεν βρέθηκε. Και αν εύρισκε κάτι κάποιος, θα μας το έλεγε;  Ο Στέφανος έλεγε και όλοι μας τον ακούγαμε με ανοιχτό το στόμα, μήπως ξεφύγει καμιά λίρα και την αρπάξουμε.

   Στέφανος: Έρχονται τώρα ξένοι πολλοί εκεί πέρα στον Γκούντζιμπο γιατί έχουν μια πληροφορία ότι στον εμφύλιο πόλεμο ο Θύμνιος Πλατσάς και καναδυό καπεταναίοι, αν και ξέρω που κατασκήνωσαν, είχαν δέκα μέρες, έφερε δυο φορτώματα λίρα. Αυτοί (οι καπεταναίοι) ήρθαν στην περιοχή μας μετά τον εμφύλιο. Όταν ήρθε ένα στράτευμα αντάρτες και κατασκήνωσε σ’ ένα μέρος, ύστερα από λίγες μέρες οι άλλοι δυο έφυγαν για το Γράμμο, αλλά ο Θύμνιος έκατσε κοντύτερα. Έφεραν τις κάσσες και τις παράχωσαν. Είναι κάτω χαμηλά στο γιαλό. Από πάνω βρίσκω μια φορά, μια παταριά, τρεις ανθρώπους:
- Τι κάνετε εδώ; ρώτησα.
- Θέλουμε να ’γοράσουμε όλη αυτή την περιοχή.
 -Τι να την κάνετε, ρε, παιδάκι μου; Είναι μακριά απ’ τη θάλασσα...  Εκεί είναι τα χωράφια του Νίκου Τζαλαβούρα, Παπαλεξέικα, Νταμπέικα. Ήθελαν εκατό στρέμματα και άνω. Έχει καναδυο τρία χρόνια που ήρθαν και με ρωτούσαν:
- Θα τα πουλήσουν, ρε, παππού;
- Δεν ξέρω, λέω.
-  Μήπως ξέρεις αν κάπου εδώ κοντά ήταν μια αραποσκιά;
- Τότε εγώ σκαρφίστηκα.
Τι τη θέλετε την αραποσκιά; είπα.
-  Να, ήταν εδώ παλιά αυτή η σ’κιά και έφτιαχνε σύκα καλά.
- Δεν την ξέρω, λέω. Εγώ όμως την ήξερα που βρίσκονταν αλλά αυτοί δεν την βρίσκουν τώρα γιατί στέγνωσε και σάπησε. Εγώ τις ήξερα γιατί είμαι από μικρό παιδί εκεί.
- Εφαγάμε σύκα καλά, μετά πήγαμε στην αραποσκιά, φάγαμε αρραπόσκα, μετά βρήκαμε ένα βρυσούλι ήπιαμε νερό. Με τα ’παν αυτά όλα. Εγώ σκαρφίστηκα αλλά δεν τους μαρτύρησα.
 - Παππού έχεις πολύ καιρό που μένεις εδώ;
- Εδώ με γέννησε η μάνα μου.
- Έρχεσαι μαζί μας;
 - Δεν έρχομαι.
- Γιατί;
- Δεν έρχομαι, γιατί να’ρθω; Γιατί σε τέτοια πράγματα δεν είναι να κρίνεις γιατί μπορεί να σε σκοτώσουν εκείνη την ώρα. Αφού είπαμε πολλά, φτιάξαμε και τσιγάρα, λένε πάλι:
- Βρε παππού, έλα μαζί μας θα σε κάνουμε πλούσιο. Να μας δείξεις το Βρυσούλι, να μας δείξεις που ήταν η αραπουσκιά, να ήταν και 4 έως 5 μπλιές εκεί, πήγαν μετά έφαγαν μήλα αυτοί κλπ.
-  Δεν ξέρω, μωρέ, στέγνωσαν αυτά.
 - Δεν τους μαρτυρούσα γιατί είναι επίφοβο να πάω εγώ κοντά. Ο Ρίζος ο Τράκας έφτιαξε το χωράφι δίνοντας 300.000 δρχ για να στ’ αγοράσουν και απόμεινε πάλι, τον κορόιδεψαν.
Ν.Τ. Που; Εκεί στην Ντράγκα;
Στέφανος: Ναι, εκεί στην Ντράγκα, ήρθαν να τα  αγοράσουν, στην πηγή λίγο πιο πέρα, να τα αγοράσουν όλα. Να βρουν ντε και καλά 3 κιβώτια λίρα και ένα χρηματοκιβώτιο δολάρια. Τα ’φεραν απ’ τη Σκήτη. Αυτά μας τα μαρτύρησε ένας σκητιώτης, που αυτός τα ’φερε εκεί. Ο σκητιώτης τα φόρτωσε στο ζώο, τα ’φερε σ’ ένα διάστημα και μετά τον κυνήγησαν αφού τα ξεφόρτωσε εκεί στην Ντράγκα που έμεινε ο Θύμνιος. Αυτός ο Σκητιώτης ήρθε αργότερα εδώ στην περιοχή μας αλλά αντί για δω τον πήγαν πέρα στου Μούμου. Δεν είναι εδώ, λέει, ο σκητιώτης, αλλού τα ξεφόρτωσα. Έκλεισε και το μέρος, έφυγε ο άνθρωπος αυτός, πέθανε και ο σκητιώτης. Και τώρα επειδή εγώ ξέρω και το μέρος, ξέρω τα μονοπάτια, ξέρω τα νερά, ξέρω πάνω κατ’ που έμεινε ο Θύμιος, γιατί με όλη την κατάσταση που ήταν εδώ, κάναμε τσιγάρο μαζί, Με λέγαν:

- Έλα ρε παππού να μας πεις.
-  Δεν ξέρω ρε παιδάκια μου, λέω.
 -Που ήταν το βρυσούλι; Που ήταν η αραποσκιά;
- Δεν ξέρω ρε παιδιά έλεγα εγώ.

ΜΕ ΤΟΝ ΕΓΚΟΝΟ ΤΟΥ

Τζαλαβούρας: Πάνω από την καλύβα στην Ντράγκα, εκεί ο Θύμνιος βρήκε δυο πιθάρια, το ένα το πιθάρι το ’σπασε το άλλο το πήρε.
Ν.Τ. Εκεί είναι που μ’ έλεγε η γιαγιά μου ότι βρήκαν μια πινακίδα που έγραφε Ιησού Χριστέ Χαίρε;
Τζαλαβούρας: Την έφερα εγώ αυτήν, εγώ την έβγαλα. Την πήρε ο αρχαιολόγος, έκατσα και μια βραδιά μεσ’ το πειθαρχείο. Δεν την έδωσα την πινακίδα. Αλλά η πινακίδα δεν ήταν στου Θύμνιου Γκουντάρα. Ξέρεις που ήταν;
Ν.Τ. Που;
Τζαλαβούρας: Στα Καστριά, από κει την έφερα προς τα πάνω εγώ, στο γομάρι την έβαλα, γιατί η μισή ήταν, δεν ήταν ολόκληρη. Αυτή την πινακίδα όπως είχε τις φωτογραφίες οικογενειακώς, απάν’ ήταν ο Κωνσταντίνος με την Ελένη, στην άκρη  σπασμένη και το κασιακάτ  έλειπε, ήταν μέχρι τη μέση, τα πόδια έλειπαν. Εγώ θαρρούσα να πάρω τίποτα λεφτά, να μι την πληρώσει, αλλά αυτός τη φωτογράφησε και έφυγε. Αλλά δεν μπορούσε να βγάλει τα γράμματα. Πήγε στην Αθήνα τα εξέταξαν εκεί και λέει ότι ήταν Αρχαία. Ήρθε εδώ και μου είπε να στη δώσω. Σαν την πληρώσεις, του έλεγα εγώ. Ορέ την δίνεις ή δεν τη δίνεις; Όχι, θα μου την πληρώσεις, έλεγα. Πήγε στην Αστυνομία και ήρθε η αστυνομία και με πήρε απ’ τον Γκούτζιμπο. Δύο χωροφυλάκοι με πήγαν στην Αγιά μ’ έκλεισαν στο πειθαρχείο. Ήταν ένας αστυνόμος, Πατριαρχέας λέγονταν. Ήταν το 1930 ή το 1929 εγώ γεννήθηκα το 1913. Πήγα στην Αλβανία πολέμησα και μετά παντρεύτηκα.

Στην αρχή της σελίδας και αριστερά με ένα κλικ βρίσκεστε στο melivoia blogspot

ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΜΠΟΡΕΙΤΑΙ ΝΑ ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ BLOG melivoia. Έχει: ΙΣΤΟΡΙΕΣ , ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ και  ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου